Η ανεσταλμένη σεξουαλική επιθυμία αναφέρεται στο μειωμένο σεξουαλικό ενδιαφέρον ενός ατόμου, το οποίο δεν θα εκδηλώσει επιθυμία ή δεν θα ανταποκριθεί στην επιθυμία του συντρόφου του για σεξουαλική επαφή. Μπορεί να είναι πρωτοπαθής, κατά την οποία το άτομο δεν έχει πότε βιώσει αυξημένη σεξουαλική επιθυμία ή ενδιαφέρον, ή δευτεροπαθής,
κατά την οποία το άτομο είχε φυσιολογική σεξουαλική επιθυμία στο παρελθόν, αλλά δεν έχει πλέον.
Παράλληλα, η διαταραχή της επιθυμίας μπορεί να σχετίζεται με τον σύντροφο, δηλαδή το άτομο να ενδιαφέρεται σεξουαλικά για άλλα άτομα πλην του/της συντρόφου του, ή να είναι γενικευμένη (το άτομο δεν ενδιαφέρεται σεξουαλικά για κανέναν). Στην ακραία μάλιστα περίπτωση της σεξουαλικής αποστροφής, το άτομο δεν έχει απλώς μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, αλλά μπορεί να βρίσκει το σεξ αηδιαστικό.
Κάποιες φορές μπορεί να μην υπάρχει ανεσταλμένη σεξουαλική επιθυμία, αλλά διαφορά στα επίπεδα του σεξουαλικού ενδιαφέροντος των δύο σεξουαλικών συντρόφων, χωρίς να σημαίνει πως κάποιος από τους δύο έχει μη φυσιολογική επιθυμία. Ένα άτομο, για παράδειγμα, μπορεί εσφαλμένα να ισχυριστεί ότι ο/η σύντροφός του/της έχει μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, ενώ στην πραγματικότητα είναι η επιθυμία του ίδιου του ατόμου υπερδραστήρια, με αποτέλεσμα να έχει υψηλές σεξουαλικές απαιτήσεις.
Η ανεσταλμένη σεξουαλική επιθυμία είναι μια πολύ συχνή σεξουαλική διαταραχή. Συχνά συμβαίνει όταν οι σύντροφοι δεν έχουν την απαραίτητη οικειότητα και συναισθηματική εγγύτητα. Τα προβλήματα στην επικοινωνία, η έλλειψη συναισθήματος, οι διαμάχες, τα προβλήματα κυριαρχίας και ο ανεπαρκής χρόνος που περνάει το ζευγάρι μαζί είναι πολύ συχνοί παράγοντες που σχετίζονται με τη διαταραχή της επιθυμίας.Η ανεσταλμένη σεξουαλική επιθυμία μπορεί επίσης να συμβεί σε άτομα που έχουν λάβει μια πολύ αυστηρή ανατροφή σχετικά με το σεξ ή είχαν μια τραυματική σεξουαλική επιθυμία στο παρελθόν, όπως είναι για παράδειγμα ο βιασμός και η σεξουαλική κακοποίηση.
Διάφορες ασθένειες ή και φαρμακευτικές αγωγές μπορεί επίσης να συμβάλλουν στην εμφάνιση της ανεσταλμένης σεξουαλικής επιθυμίας, ιδιαίτερα όταν επιφέρουν κόπωση, πόνο ή γενικό αίσθημα κακουχίας. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να εμπλέκεται η έλλειψη συγκεκριμένων ορμονών. Παράλληλα, ψυχολογικές καταστάσεις, όπως είναι η κατάθλιψη και το υπερβολικό στρες, μπορεί να μειώσουν σημαντικά το σεξουαλικό ενδιαφέρον. Η libido ενδέχεται επίσης να επηρεαστεί από ορμονικές αλλαγές.
Άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με τη διαταραχή της σεξουαλικής επιθυμίας και οι οποίοι συχνά παραβλέπονται, περιλαμβάνουν την αϋπνία ή την έλλειψη ύπνου, που συχνά οδηγούν στην κόπωση. Η αναστολή της σεξουαλικής επιθυμίας μπορεί επίσης να σχετίζεται με άλλες σεξουαλικές διαταραχές και σε κάποιες περιπτώσεις να προκαλείται από αυτές.
Για παράδειγμα, οι γυναίκες που δεν έχουν οργασμό ή έχουν πόνο κατά την επαφή και οι άνδρες με προβλήματα στύσης ή ανεσταλμένη εκσπερμάτιση μπορεί να χάσουν το ενδιαφέρον τους για το σεξ, είτε γιατί το συνδέουν με μια αποτυχία είτε επειδή δεν απολαμβάνουν από αυτό.
Δεν είναι εύκολο να εντοπιστεί η αιτία της διαταραχής. Το πρωταρχικό σύμπτωμα είναι η έλλειψη του σεξουαλικού ενδιαφέροντος και τις περισσότερες φορές η κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά τεστ δεν αποκαλύπτουν κάποια οργανική αιτία. Η τεστοστερόνη, όμως, είναι η ορμόνη που δημιουργεί τη σεξουαλική επιθυμία σε άνδρες και γυναίκες. Τα επίπεδα της τεστοστερόνης θα πρέπει να ελέγχονται ειδικά σε άνδρες με ανεσταλμένη σεξουαλική επιθυμία. Η αιμοληψία είναι καλό να γίνει πριν από τις 10.00 το πρωί, όταν η συγκέντρωση της ορμόνης βρίσκεται στα πιο υψηλά επίπεδα.
Από τη στιγμή που η οργανική αιτιολογία αποκλειστεί, οι συνεντεύξεις με έναν θεραπευτή σεξουαλικών διαταραχών μπορεί να βοηθήσουν στον εντοπισμό της αιτίας. Η θεραπευτική αντιμετώπιση πρέπει να εστιαστεί στους παράγοντες που μπορεί να μειώνουν το σεξουαλικό ενδιαφέρον. Συχνά υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι παράγοντες.
Κάποια ζευγάρια ίσως χρειαστούν θεραπεία ζευγαριού επικεντρωμένη στη σεξουαλική δραστηριότητα. Στο πλαίσιο των θεραπειών αυτών, τα ζευγάρια ίσως χρειαστεί να διδαχτούν τρόπους επίλυσης των συγκρούσεων και να επεξεργαστούν τις διαφορές τους σε τομείς που δεν σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα.
Η εξάσκηση σε τεχνικές επικοινωνίας μαθαίνει στους συντρόφους πώς να μιλούν ο ένας στον άλλο, να δείχνουν ενσυναίσθηση, να επιλύουν τις συγκρούσεις με ευαισθησία και σεβασμό ο ένας στα συναισθήματα του άλλου, να εκφράζουν τον θυμό τους με θετικό τρόπο, να βρίσκουν χρόνο για κοινές δραστηριότητες, καθώς και να δείχνουν τρυφερότητα, έτσι ώστε να ενθαρρύνουν την ανάδυση της σεξουαλικής επιθυμίας.
Πολλά ζευγάρια μπορεί επίσης να χρειαστεί να επικεντρωθούν στη σεξουαλική τους σχέση. Μέσω εκπαίδευσης οι σύντροφοι μαθαίνουν πώς να αυξήσουν τον χρόνο που αφιερώνουν στη σεξουαλική δραστηριότητα. Κάποιοι θα πρέπει επίσης να επικεντρωθούν στο πώς μπορούν να προσεγγίσουν σεξουαλικά τον σύντροφό τους, καθώς και στο πώς μπορούν να αρνηθούν μια σεξουαλική πρόσκληση με ευγένεια και τακτ.
Προβλήματα σχετικά με τη σεξουαλική διέγερση ή επίδοση πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα. Κάποιοι ιατροί συστήνουν τη χορήγηση τεστοστερόνης είτε από το στόμα είτε σε μορφή κρέμας σε συνδυασμό με οιστρογόνα στις γυναίκες, αλλά η προσέγγιση αυτή δεν είναι ακόμη ξεκάθαρα τεκμηριωμένη. Υπάρχουν μελέτες που εξετάζουν το πιθανό όφελος ενός υποκατάστατου τεστοστερόνης στις γυναίκες με μειωμένη libido.
Οι διαταραχές της σεξουαλικής επιθυμίας είναι δύσκολο να θεραπευτούν σε γενικές γραμμές, ενώ φαίνεται η πρόκληση να είναι μεγαλύτερη αναφορικά με την αντιμετώπισή τους στους άνδρες. Όταν και οι δύο σύντροφοι έχουν μειωμένο σεξουαλικό ενδιαφέρον, τότε η διαταραχή της επιθυμίας δεν υφίσταται ως πρόβλημα στη σχέση. Μπορεί όμως να είναι ένα σημείο που δείχνει κατά πόσο μια σχέση είναι υγιής.
Σε άλλες περιπτώσεις όπου υπάρχει μια σχέση αγάπης, η μειωμένη σεξουαλική επιθυμία μπορεί να προκαλέσει στον έναν σύντροφο συναισθήματα απόρριψης. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική απομάκρυνση των δύο συντρόφων.
Το σεξ είναι αυτό που μπορεί είτε να φέρει δύο συντρόφους κοντά είτε να τους απομακρύνει σταδιακά. Όταν ο ένας σύντροφος ενδιαφέρεται πολύ λιγότερο για το σεξ από τον άλλο και το γεγονός αυτό αποτελεί πηγή συγκρούσεων, είναι σημαντικό το ζευγάρι να λάβει επαγγελματική βοήθεια.
Ένας καλός τρόπος να προληφθεί η αναστολή της σεξουαλικής επιθυμίας είναι η εύρεση χρόνου από το ζευγάρι, ώστε να επικεντρωθούν στη μεταξύ τους οικειότητα, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η σεξουαλική επαφή. Τα ζευγάρια που περνούν χρόνο μαζί, συζητούν, βγαίνουν σε ραντεβού χωρίς τα παιδιά είναι πιο πιθανό να ενδιαφερθούν για τη σεξουαλική επαφή. Παράλληλα, δεν πρέπει να συγχέουν το σεξ με την εκδήλωση τρυφερότητας, από την άποψη ότι η εκδήλωση τρυφερότητας δεν είναι πάντα μια πρόσκληση για σεξουαλική επαφή.
Η ανάγνωση βιβλίων ή η παρακολούθηση μαθημάτων σχετικά με την επικοινωνία μπορεί επίσης να ενθαρρύνουν το αίσθημα εγγύτητας μεταξύ των δύο συντρόφων. Παράλληλα, για κάποια άτομα η ανάγνωση βιβλίων ή η παρακολούθηση ταινιών με ρομαντικό ή σεξουαλικό περιεχόμενο μπορεί να διεγείρουν τη σεξουαλική επιθυμία.
Η εξασφάλιση ποιοτικού χρόνου, ώστε το ζευγάρι να επενδύσει στη σχέση του, θα βελτιώσει τη συναισθηματική εγγύτητα, το αίσθημα οικειότητας και κατ' επέκταση τη σεξουαλική επιθυμία.-