«Όλες οι εξουσίες… ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».
Στα δημοκρατικά πολιτεύματα όπως το Ελληνικό, θεμέλιο της εξουσίας είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα. (Άρθρο 1 παρ. 2&3 Σ) Καμιά μορφή εξουσίας επομένως δεν είναι απεριόριστη και ανεξέλεγκτη, ούτε δύναται να εξαναγκάσει τους πολίτες στην εκτέλεση της βούλησής της δίχως όρους.
Η κρατική εξουσία δρα ως μια τρισυπόστατη οντότητα καθώς συνίσταται από τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία. Κατά συνέπεια η δυνατότητα ελέγχου της δεν μπορεί να πηγάζει από τον εαυτό της, επιτρέποντάς της να αυτοελέγχεται δίχως κάποιους εξωτερικούς όρους που επιβάλλονται από το Λαό.
Διότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο, καταλύει τη συνταγματική δημοκρατία, σύμφωνα με την οποία ορίζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση η απορροή της εξουσίας, άρα και του ελέγχου της από το Λαό. Κάθε μορφή εξουσίας που δεν ελέγχεται από την πηγή της, γίνεται αυθύπαρκτη, απόλυτη και ανεξέλεγκτη.
Προς αποφυγή απολυτοποίησης της εξουσίας, τόσο στα δημοκρατικά, όσο και σε πολλά μοναρχικά καθεστώτα, θεσμοθετείται ως βασικό στοιχείο ελέγχου, το Σύνταγμα.
Το Σύνταγμα, ως Θεμελιώδης Νόμος, είναι ο βασικός όρος ελέγχου της νομιμότητας της εξουσίας από το λαό, και η τήρησή του, η διαβεβαίωση ότι όλες οι εξουσίες υπάρχουν υπέρ του Λαού και του Έθνους.
Είναι ψευδής λοιπόν ο πάγιος ισχυρισμός των νομικών, ότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα, ο έλεγχος της τήρησης του Συντάγματος τελείται κατ' αποκλειστικότητα από την ίδια την εξουσία, δίχως την έγκριση του Λαού. Η άρνηση της εξουσίας να ελεγχθεί από το λαό ως προς την ορθή τήρηση του συντάγματος, αποτελεί την χειρότερη μορφή κατάχρησης εξουσίας που στοχεύει στην απενεργοποίηση και κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η συγκεκριμένη άρνηση βασίζεται στο σαθρό επιχείρημα ότι ο Λαός δεν είναι σε θέση να γνωρίζει το Σύνταγμα, και κατά συνέπεια πρέπει να αναθέτει την ερμηνεία του και τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και των κρατικών ενεργειών στους ειδήμονες, που εκτός της εξειδίκευσής τους, πρέπει να ασκούν εξουσία. Ότι οφείλει δηλαδή ο λαός να αναθέτει τον έλεγχο της εξουσίας στην ίδια την εξουσία δίχως δικαίωμα παρέμβασης.
Το επιχείρημα είναι σαθρό διότι το Σύνταγμα είναι το συμβόλαιο με το οποίο ορίζεται το δικαίωμα των εξουσιαστών να ασκούν εξουσία, και η επιχείρηση κατάλυσης του συντάγματος με αντισυνταγματικά νομοθετήματα συνεπάγεται την άμεση άρση αυτού του δικαιώματος. Η άρση του δικαιώματος της εξουσίας δεν θα μπορούσε ποτέ να απαιτηθεί από την ίδια την εξουσία, ούτε φυσικά να κριθεί από αυτήν. Επομένως η δικαστική εξουσία, δεν είναι η μόνη αρμόδια να κρίνει αν «όλες οι εξουσίες ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα» και κατά συνέπεια αν είναι νόμιμες.
Ένα τέτοιο επιχείρημα είναι σαθρό και υποκρύπτει εμφανή δόλο. Διότι δεν είναι δυνατόν η εξουσία να απαιτεί από το λαό, ακόμη και από τον αγράμματο λαό, την πλήρη γνώση όλου του Ποινικού Κώδικα, όλου του Αστικού Κώδικα, όλου του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, με επιβολή μάλιστα αυστηρότατων ποινών σε περίπτωση ενέργειας που δηλώνει την άγνοιά τους, ενώ κατά διαβολική σύμπτωση, δεν απαιτεί τη γνώση του Συντάγματος!
Το γεγονός ότι η εξουσία απαιτεί, τη γνώση όλης της νομοθεσίας αλλά όχι τη γνώση του Συντάγματος, οφείλεται στο ότι οι νόμοι ορίζουν τα δικαιώματα της εξουσίας και τις υποχρεώσεις των πολιτών, ενώ το Σύνταγμα αντίστροφα, ορίζει τα δικαιώματα των πολιτών και τις υποχρεώσεις της εξουσίας. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το γεγονός, συμπεραίνουμε ότι είναι λογικό μία εξουσία που σκοπεύει να καταχραστεί τα δικαιώματα των πολιτών, να επενδύει στην άγνοια του Συντάγματος φτάνοντας μάλιστα μέχρι το σημείο να την διεκδικεί!
Και αυτό ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα: Η κρατική εξουσία επιβάλλει στο λαό την άγνοια του Συντάγματος, θεωρώντας την ως δεδομένη και θέτοντας ως δεδομένη την προϋπόθεση ότι μόνον η δικαστική εξουσία έχει δικαίωμα να κρίνει τη συνταγματικότητα των νόμων και των κρατικών ενεργειών, κατά συνέπεια και των ίδιων των ενεργειών της. Ακριβώς όπως καθιερώθηκε ο ισχυρισμός, ότι μόνον η Βουλή έχει δικαίωμα να κρίνει τις ενέργειές της, αποκτώντας το αυτοκρατορικό δικαίωμα της ασυλίας, από κάθε συνταγματική της εκτροπή και από κάθε ποινική της παράβαση.
Η σαθρότητα αυτού του επιχειρήματος, αποκαλύπτεται από το ίδιο το Σύνταγμα, το οποίο ορίζει ως δικαίωμα και υποχρέωση όλων των Ελλήνων που διαθέτουν πατριωτισμό, τον έλεγχο της τήρησης του Συντάγματος. «Η τήρηση λοιπόν του Συντάγματος», όπως είναι απολύτως λογικό, «επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων» και όχι στη δικαστική εξουσία. Αυτό συνεπάγεται και από την προτροπή, του Συντάγματος προς τους επιτηρητές του, να αντιστέκονται με κάθε μέσο, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία. (άρθρο 120 παρ. 4 Σ)
Το δικαίωμα αντίστασης στην επιχείρηση κατάλυσης του συντάγματος, σαφέστατα πηγάζει από τη γνώση του συντάγματος, η οποία στην προκειμένη περίπτωση θεωρείται δεδομένη για κάθε Έλληνα που διαθέτει πατριωτισμό. Αν κάποιος επιχειρήσει να παρερμηνεύσει την παράγραφο 4 του άρθρου 120 Σ, για να αποδώσει την τήρηση του συντάγματος στην δικαστική εξουσία, θα συναντήσει τον σκόπελο της «αντίστασης με κάθε μέσο», καθώς η δικαστική εξουσία δεν αντιστέκεται αλλά απλώς κρίνει και αναθέτει στα εκτελεστικά όργανα του κράτους την εκτέλεση των αποφάσεών της.
Κυκλοφορεί επίσης στους κύκλους των νομικών η πεποίθηση, ότι το δικαίωμα αντίστασης με κάθε μέσο, το αντλεί ο λαός κατόπιν δικαστικής αποφάσεως, καθώς ο ίδιος δεν έχει τη δυνατότητα και το δικαίωμα να κρίνει και να πράττει σύμφωνα με το σύνταγμα, λόγω χαμηλής νοημοσύνης!. Κι αυτή η πεποίθηση όμως πέφτει στον σκόπελο της εξής λογικής αντίφασης: Αν το δικαίωμα κρίσης της τήρησης του συντάγματος, το αποκτούσε ο λαός μέσω της δικαστικής εξουσίας, δεν θα αντλούσε παράλληλα και το δικαίωμα της αντίστασης με κάθε μέσο. Διότι η δικαστική εξουσία προτείνει τη χρήση συγκεκριμένων μέσων, τα οποία δικαιούνται να χρησιμοποιούν μόνον τα όργανα ασφαλείας.
Ο επόμενος σαθρός ισχυρισμός που κυκλοφορεί στον κόσμο των νομικών, είναι ότι το άρθρο 120 επιτρέπει δια της παρ. 4 την αντίσταση με κάθε μέσο, όταν έχει καταλυθεί παντελώς το δημοκρατικό πολίτευμα, και μπορεί αυτό να αποδειχθεί δια της επιβολής μιας δικτατορίας. Παραβλέποντας ότι σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα υπάρχει πλέον το άρθρο 120, και δεν θα υφίσταται τέτοιο δικαίωμα.
Είναι εμφανές ότι η παρ. 4 επαφίει την τήρηση του συντάγματος στους Έλληνες που διαθέτουν πατριωτισμό, διαρκώς, δίχως όρους, ενώ το δικαίωμα και η υποχρέωση της αντίστασης με κάθε μέσο, ανακτάται κάθε φορά που εντοπίζεται «επιχείρηση κατάλυσης του συντάγματος με τη βία».
Ποιος μας βεβαιώνει λοιπόν, ότι κάθε επιχείρηση του κράτους με άσκηση αστυνομικής βίας, εναντίον των κεκτημένων συνταγματικών μας δικαιωμάτων, δεν αποτελεί επιχείρηση κατάλυσης του συντάγματος; Και τί είναι εντέλει για τον κόσμο των νομικών η κατάλυση του συντάγματος; Η κατάρρευση κάποιας οικοδομής; Περιμένουν να ακούσουν τον κρότο της για να ενεργοποιηθούν; Τι άλλο μπορεί να είναι η κατάλυση του συντάγματος, από την κατάλυση των ατομικών και των κοινωνικών μας δικαιωμάτων;
Η κατάλυση λοιπόν του συντάγματος, δεν επιχειρείται με μπουλτόζες, ούτε με τάνκς όπως τον παλιό καιρό…
Διότι το σύνταγμα δεν είναι υλικό οικοδόμημα αλλά ένα σύστημα ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, που υποχρεώνει την εξουσία στην τηρήσή τους.
Η τήρηση κατά συνέπεια του συντάγματος, επιτυγχάνεται με τη διαρκή απαίτηση αναγνώρισης των δικαιωμάτων μας των οριζόμενων από το Σύνταγμα, με κάθε μέσο!.
Και τη γνώση των δικαιωμάτων μας, δεν την κατέχει μόνον η δικαστική εξουσία, διότι είμαστε νοήμονες άνθρωποι, πηγές εξουσίας, και δηλώνουμε ότι την κατέχουμε κι εμείς. Επομένως η δικαστική προσφυγή, αποτελεί ένα από τα πολλά μέσα, με τα οποία δικαιούμεθα να αντιστεκόμαστε.
Αν η δικαστική προσφυγή αποτελούσε το μοναδικό μέσο αντίστασης, τότε είναι εμφανές ότι η παράγραφος 4 του άρθρου 120Σ, θα όριζε πως: «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται προσφεύγοντας στα δικαστήρια, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
Παρ' όλο που λόγω της υψηλής εφυίας και προνοητικότητας του συντακτικού νομοθέτη, η παρ. 4 του άρθρου 120Σ δεν ορίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο, στους κύκλους των νομικών επικρατεί η άποψη ότι η δικαστική προσφυγή αποτελεί μονόδρομο, δίχως να παρέχεται η απάντηση στο ερώτημα: Και τι γίνεται αν διαπιστωθεί, ότι η επιχείρηση κατάλυσης του συντάγματος τελείται με τη συμμετοχή της δικαστικής εξουσίας;;;
Το δικαίωμα των πολιτών να ελέγχουν την τήρηση του συντάγματος, και κατά συνέπεια τη συνταγματικότητα των νόμων και των κρατικών ενεργειών, δεν ορίζεται μόνον από την παράγραφο 4 του άρθρου 120Σ, αλλά είναι διάχυτο σε όλη τη νομοθεσία, γεγονός που ευθύς αμέσως θα διαπιστωθεί.
Το άρθρο 120, και δια της δεύτερης παραγράφου επιτρέπει στους πολίτες να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, προτρέποντάς τους να δείχνουν σεβασμό μόνον στους νόμους που συμφωνούν με το Σύνταγμα.
Ούτε εδώ ορίζεται κάποια υποχρέωση, να αποφασίζουν σε ποιους νόμους θα δείξουν σεβασμό και ποιους θα εκτελέσουν, κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Η παράγραφος 2 είναι σαφής: «Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία, αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων»!
Αν μελετήσουμε το σύνταγμα προσεκτικά, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή είναι η μοναδική θεμελιώδης υποχρέωση των πολιτών, η οποία ως «θεμελιώδης», υπερισχύει των υποχρεώσεων τήρησης της θέλησης του κράτους που ορίζονται από τους νόμους.
Κατά συνέπεια, κάθε φορά που ένας πολίτης βρίσκεται στο δίλημμα μεταξύ της εφαρμογής ενός νόμου κατά την κρίση του αντισυνταγματικού και της εφαρμογής της θεμελιώδους υποχρέωσής του που του επιβάλλει σεβασμό προς το Σύνταγμα, δικαιούται να πράξει σύμφωνα με τη θεμελιώδη υποχρέωση, που τον υποχρεώνει στην μη εκτέλεση του νόμου.
Η εκτέλεση νόμου που δεν συμφωνεί με το Σύνταγμα, είναι ένδειξη έλλειψης σεβασμού προς το Σύνταγμα και κατά συνέπεια παράβαση της μοναδικής θεμελιώδους υποχρέωσής μας, να τηρούμε το Σύνταγμα ως αφοσιωμένοι επιτηρητές της Πατρίδας και της Δημοκρατίας.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Πώς είναι σε θέση ο πολίτης, κάθε φορά που καλείται να εκτελέσει έναν νόμο, να κρίνει με βεβαιότητα τη συνταγματικότητά του; Μήπως θα πρέπει κάθε φορά που καλείται να εκτελέσει έναν νόμο, και στερείται της βεβαιότητας, να προστρέχει στα δικαστήρια πληρώνοντας το περίφημο παράβολο και να αναμένει από 2 έως 8 χρόνια μέχρις ότου η υπόθεσή του εκδικαστεί; Ή μήπως θα πρέπει να εκτελεί αστόχαστα και αδιαμαρτύρητα κάθε νόμο, ως είθισται, επικαλούμενος το τεκμήριο της αθωότητας λόγω άγνοιας;
Επειδή η υποχρέωση τήρησης του συντάγματος είναι η μοναδική θεμελιώδης υποχρέωση,το τεκμήριο της αθωότητας λόγω άγνοιας απορρίπτεται. Ο κάθε πολίτης οφείλει να γνωρίζει αν ο νόμος που εκτελεί είναι σύμφωνος με το σύνταγμα, κάθε φορά που περιμένει στην ουρά του δημόσιου ταμείου για να πληρώσει μία οφειλή, και κάθε φορά που λαμβάνει μια εντολή προς εκτέλεση από τους κρατικούς λειτουργούς.
Καθόλου παράλογη απαίτηση, αφού σύμφωνα με το νόμο η άγνοια του νόμου δεν επιτρέπεται, είναι λογικό να μην επιτρέπεται και η άγνοια του Συντάγματος, που αποτελεί τον θεμελιώδη νόμο του Κράτους!
Ο λόγος που οι πολίτες αγνοούν το σύνταγμα, δεν προκύπτει από το δικαίωμα της άγνοιάς του, αλλά από το γεγονός ότι στην περίπτωση μη τήρησής του δεν επιβάλλονται ποινές, όπως στην περίπτωση μη τήρησης του Ποινικού Κώδικα λόγω άγνοιας, ή μη τήρησης του Κώδικα φορολογικής νομοθεσίας.
Η άποψη ότι οι νόμοι είναι ερμηνευτικοί του Συντάγματος και κατά συνέπεια προσιτότεροι στην κατανόηση, κυκλοφορεί στους κύκλους των νομικών, αλλά δεν ευσταθεί διότι η ελληνική νομοθεσία είναι τόσο περίπλοκη, που δεν τη γνωρίζουν ούτε οι εξειδικευμένοι νομικοί, αλλά παρ' όλα αυτά δεν επιτρέπεται η άγνοιά τους από τους πολίτες για έναν πολύ ιδιαίτερο λόγο: Διότι οι νόμοι δεν ερμηνεύουν το σύνταγμα που είναι ένα σύνολο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αφ' ενός και ένα σύστημα υποχρεώσεων των κρατικών λειτουργών, αλλά τη «θέληση του Κράτους», που είναι ένα σύστημα υποχρεώσεων των πολιτών αφ' ενός, και δικαιωμάτων των κρατικών λειτουργών αφ' ετέρου.
Από τα παραπάνω συνεπάγεται ότι το κράτος απαιτεί από τους πολίτες, με την απειλή αυστηρών ποινών να γνωρίζουν τις υποχρεώσεις τους που επιβάλλονται δια των νόμων, ενώ τους επιτρέπει να αγνοούν τα δικαιώματά τους που ορίζονται από το Σύνταγμα!.
Αλκαίος Ιωάννης
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΟ ΚΥΜΑ