Σ' ένα από τα λίγα πεζά του κείμενα, στην αγγλική γλώσσα, γραμμένο στα 1884-1886, με τον τίτλο «Romaic Folklore of Enchanted Animals», ο Κωνσταντίνος Καβάφης, αναφερόμενος στις ρωμαίικες λαϊκές παραδόσεις των στοιχειωμένων ζώων, με το σπιτικό φίδι, το ελάφι με το σταυρό στα κέρατα, κάνει λόγο και για στοιχειωμένα έντομα, όπως π.χ. για την κόκκινη μέλισσα στη Ρόδο, που μπαίνει στο δωμάτιο του κάθε ετοιμοθάνατου μια ώρα πριν πεθάνει. Το κείμενο αυτό είναι το ακόλουθο, σε μετάφραση του Μιχάλη Πιερή:
Λαϊκές παραδόσεις των Ρωμιών για Στοιχειωμένα Ζώα «Λίγοι είναι οι αρχαιοδίφες που μελέτησαν τη μυθολογία των Νεοελλήνων, αν και οι λαϊκές αυτές δοξασίες προσφέρουν ευρύ και ποικίλο πεδίο για κριτική έρευνα όσο και οι δοξασίες άλλων λαών. Αγκαλά και η δική μου γνώση επί του θέματος είναι περιορισμένη, θα προσπαθήσω να καταγράψω μερικές από αυτές τις δεισιδαιμονίες που έχουν σχέση με την παράδοξη πλευρά της οικιακής μυθολογίας που αναφέρεται στα στοιχειωμένα ζώα.
Τα περισσότερα σπίτια στην Ελλάδα λέγεται ότι είναι στοιχειωμένα από «στοιχειά» που έχουν τη μορφή πελώριων ερπετών η συνήθης έκφραση είναι «το φίδι του σπιτιού». Αυτό το φίδι θεωρείται γενικώς ότι κατοικεί στα θεμέλια του σπιτιού και έχει παρατηρηθεί (στις πολύ σπάνιες και σύντομες εμφανίσεις του) ότι είναι χρυσωπό.
Οι αγρότες της Ελλάδας δείχνουν μεγάλο σεβασμό για αυτά τα φίδια, και δεν έχουν βλάψει ποτέ κανένα φίδι που εμφανίστηκε από τα θεμέλια ή τους τοίχους του σπιτιού.
Είναι τόσο προσεκτικοί σε αυτό το θέμα όσο οι οπαδοί του Μωάμεθ, τους οποίους ο προφήτης συμβούλευσε να μη βιαστούν να σκοτώσουν ένα φίδι του σπιτιού: «Ειδοποιήστε το να φύγει· αν δεν υπακούσει, τότε να το σκοτώσετε, γιατί αυτό σημαίνει ότι είναι απλό ερπετό ή άπιστο τζίνι».
Σε μεγάλα οικοδομήματα, όπως παλάτια, στρατώνες κ.λπ. το στοιχειό έχει ενίοτε τη μορφή ελαφιού ή προβάτου.Το «στοιχειωμένο ελάφι» είναι το μεγάλο φόβητρο της απλοϊκής φαντασίας των Ελλήνων χωρικών. Είναι ένα είδος τρομακτικής θείας δύναμης. Έχει σταυρό στα κέρατα και την ημισέληνο (;) στο κορμί· όταν σειέται, σειούνται τα βουνά κι οι κάμποι· ξεριζώνει δέντρα με τα ποδάρια του· οι ψηλότερες βουνοκορφές αντηχούν τη στριγγιά φωνή του
χει σταυρό στ κέρατα, φεγγάρι στ καπούλια.Σειέται κα σειονται τ βουνά, σειέται κα σειονται ο κάμποι.Ταράζει τ ποδάρια του, τ δέντρα ξεριζώνει.Στριγγι φωνν φώναξε, βογκν βουνά κα ράχαις:«Κ' δ πο πέντε δν πατον κα δέκα δν διαβαίνουν.Τί χάλευες μονάχος σου, πεζός κι ρματωμένος;»
Οι σχετικές παραδόσεις είναι πολύ παλαιές, από την εποχή του Βυζαντίου.Μαγικά έντομα απαντούν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Σύμφωνα με έναν θρύλο της Κορίνθου, ένα σμάρι από μέλισσες είχε εγκατασταθεί σε έναν γκρεμό ανάμεσα στο Ξυλόκαστρο και τη Ζήρια. Κανένας δεν τολμούσε να τρυγήσει το μέλι αυτής της κυψέλης, εκτός από έναν τολμηρό ταξιδιώτη.
Διέταξε να τον κατεβάσουν με ένα μακρύ σκοινί· αλλά δεν πρόλαβε να κατέβει πολύ και τον είδανε να στριφογυρίζει μέσα σε φρικτά βασανιστήρια, νομίζοντας ότι το σκοινί ήταν φίδι που πολεμούσε να τον τυλίξει στο θανάσιμο αγκάλιασμά του. Τέλος, ανήμπορος πλέον να υπομείνει το φανταστικό μαρτύριο, έβγαλε το μαχαίρι του, έκοψε το σκοινί και χάθηκε στην άβυσσο.
Οι Ροδίτες πιστεύουν πως, μια μαγεμένη κόκκινη μέλισσα μπαίνει στο δωμάτιο κάθε ετοιμοθάνατου, άνδρα ή γυναίκας, μία ώρα ακριβώς πριν αυτός ή αυτή πεθάνει· και οι Σαμιώτες κάνουν λόγο για αόρατες μέλισσες που φωλιάζουν στο σπίτι όσων έχουν ψευδορκήσει και τους τρελαίνουν κάνοντας έναν θόρυβο που ακούνε μόνο αυτοί».Κ.Π. Καβάφης
Η Σόνια Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου, η οποία έχει ασχοληθεί και με τα πεζά κείμενα του Αλεξανδρινού, διαπιστώνει πως η δεκαετία του 1890 για τον Καβάφη, είναι μια χρονική πε-ρίοδος αποφασιστική στην όλη πορεία του ποιητή· αναζητεί καινούριους δρόμους, αμφιταλαντεύεται, ανατρέπει, υπαναχωρεί, ξαναγυρίζει και κατασταλάζει ωσότου ακολουθήσει
το δικό του μοναχικό, μοναδικό και ανόμοιαστο δρόμο, το δρόμο που θα τον δικαιώσει στο τέλος, στη διάρκεια του 20ού αιώνα πια και θα τον ανεβάσει στα έδρανα των κορυφαίων ποιητών όχι μόνο της πατρίδας του, αλλά και της οικουμένης ολόκληρης.
Παρατηρεί, μάλιστα, η Σ. Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου, ότι στα πρώιμα πεζά της δεκαετίας του 1880, ο Καβάφης ασχολείται με τη Λυκανθρωπία, τις διάφορες δοξασίες για τη Ψυχή, με τις παραδόσεις του ελληνικού λαού για τα στοιχειωμένα ζώα και μας δίνει «κείμενα εξαιρετικής ευρυμάθειας, με φανερές αφηγηματικές αξιώσεις και με την αύρα του υπερφυσικού».
Έτσι, λοιπόν, ο Αλεξανδρινός από τη δεκαετία του 1880, αρχίζει να ασχολείται με τις παραδόσεις του ελληνικού λαού· στα πλαίσια αυτά θα μελετήσει και θα γράψει για τα στοιχειωμένα ζώα, τα στοιχειά, όπως συνηθίζεται να λέγονται μέχρι και σήμερα στα ελληνικά
χωριά, τα φίδια που κατοικούν στα σπίτια των αγροτών, που τα ποτίζουν ακόμη και γάλα και τα προστατεύουν, τα στοιχειωμένα ελάφια με τα μεγάλα κέρατα, τα μαγικά έντομα όπως η μέλισσα κ.λπ. Η μαγεμένη κόκκινη μέλισσα στη Ρόδο που μπαίνει μέσα στο δωμάτιο του κάθε ετοιμοθάνατου μια ώρα πριν πεθάνει, είναι το θέμα που θα μας απασχολήσει.
Υπάρχει ή υπήρξε παλαιότερα, άραγε, αυτή η δοξασία στο νησί της Ρόδου; Και από πού την πληροφορήθηκε ο Καβάφης; Έχουμε βιβλιογραφικές πηγές ή προφορικές, έστω, μαρτυρίες, τουλάχιστον σημερινές;
Να γνώριζε, άραγε, ο Καβάφης ότι στην αρχαία Αίγυπτο πίστευαν, σύμφωνα μ' ένα μύθο, πως οι μέλισσες και το κερί δημιουργήθηκαν από τα δάκρυα του θεού Ήλιου Ρα και πως μέλισσα ήταν εκείνη που οδηγούσε τους νεκρούς στον άλλο κόσμο;
Ο Παναγής Λεκατσάς στο σύγγραμμά του με τον τίτλο «Η Ψυχή Η ιδέα της ψυχής και της αθανασίας της και τα έθιμα του θανάτου», υποστηρίζει πως οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η ψυχή μετασαρκώνεται ακόμη και σ' έντομα, πεταλούδες, πυγολαμπίδες, πουλιά, διάφορα ζουζούνια κ.ά. Στην αρχαία Ελλάδα, π.χ., γράφει ο Λεκατσάς, «η ιδέα της ψυχής-πεταλούδας απεικάζεται σε λογίς χρυσές παράστασες του εντόμου που βρεθήκαν σε μυκηναϊκούς (και σ' έναν της Φαιστού) τάφους.
Οι μέλισσες εδώ παρασταίνουνται άλλες ολόσωμες με κλειστά τα φτερά, άλλες σε χρυσάφι 'χτυπητό' μ' ανοιχτά τα φτερά, κι άλλες, μ' όμοιο δούλεμα, πάνου σε δίσκους στρογγυλούς, που δυο τους είναι δίσκοι ζυγαριάς, ταφικού τύπου[
]Αρχαϊκές εικόνες μελισσών με κεφάλι ανθρώπινο, μιας λογής μελισσοσειρήνες, βρεθήκαν σε κοσμήματα της Ρόδου, Μήλου και Κύπρου. Να' ναι, σ' αναλογία με τις Σειρήνες, Ψυχές κ' ετούτες; Ότι η ψυχή φεύγει από το κορμί σα μέλισσα ή μυίγα είναι και νεοελληνική δοξασία
»
Ο Δημήτριος Σ. Λουκάτος υποστηρίζει ότι ο θάνατος στην Ελλάδα έχει τις ίδιες δοξασίες και στην αρχαία και στη χριστιανική παράδοση· oι ψυχές που φτερουγίζουν γύρω από το οικογενειακό περιβάλλον, η Κόλαση, ο Παράδεισος, ο Χάρος που οδηγεί τις ψυχές στον Κάτω Κόσμο, οι ψυχές που υποφέρουν σαν τους ζωντανούς, οι προσδοκίες των νεκρών για φροντίδα
και έννοια από τους ζωντανούς συγγενείς τους, η φροντίδα των συγγενών για τις ψυχές που έφυγαν, από την ώρα που ψυχορραγούν ως τα μνημόσυνα, οι ψυχές που δίνουν τις ευχές τους στους ζωντανούς που τις προσέχουν, αποδεικνύουν αυτή τη μείξη της θρησκευτικότητας με την αρχαία και την παλαιότερη παράδοση. Κι όλα τούτα τα έθιμα του θανάτου, οι δοξασίες αποσκοπούν, κατά τον Δ. Λουκάτο,
α.- στο να εξασφαλιστεί μια ανώδυνη μετάβαση των ψυχών στον καινούριο τους τόπο μετά το σωματικό θάνατο, έναν ήρεμο θάνατο, να πάει στον άλλο κόσμο χωρίς παράπονα και να ζήσει μαζί με τους άλλους νεκρούς ήρεμα,
β.- στο να συγχωρηθούν οι όποιες αμαρτίες των ψυχών με μνημόσυνα, πράξεις ελεημοσύνης κ.λπ. καιγ.- στο να προστατευθούν οι ζωντανοί από πιθανή εκδίκηση των νεκρών, όχι δηλαδή άλλοι θάνατοι μέσα στην οικογένεια.
Στην αρχαία Ελλάδα είναι γνωστό ότι παρίσταναν στα αγγεία την ανθρώπινη ψυχή ως φτερωτό ζώο (πουλί, χρυσαλλίδα, μύγα, πεταλούδα κ.λπ.), που βγαίνει από το στόμα των ψυχορραγούντων, συμβολίζοντας κατ' αυτό τον τρόπο την ίδια τη ζωή που φεύγει, καθώς βγαίνει η τελευταία πνοή του ανθρώπου.
Αρχαιολογικά ευρήματα έχουμε από τις ανασκαφές της Φαιστού, όπου βρέθηκαν πήλινες κυψέλες της μινωικής εποχής (3400 π.Χ.), ενώ της ίδιας εποχής ευρήματα έχουμε και από τις ανασκαφές της Κνωσού, όπου ήρθαν στο φως ένα χρυσό κόσμημα με το σύμπλεγμα δύο μελισσών, που βαστούν κηρύθρα, αλλά και άλλο ένα χρυσό κόσμημα σε σχήμα μέλισσας. Νομίσματα με απεικόνιση της μέλισσας έχουν βρεθεί πάρα πολλά σε ανασκαφές στη Μελίτη της Θεσσαλίας (4ος αι. π.Χ.), στην Κρήτη, στην Κέα, στην Έφεσο και στην Σικελία.
Στην Κάμειρο της Ρόδου η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως χρυσά πλακίδια με ανάγλυφη φτερωτή θηλυκή μορφή, η οποία από τη μέση και κάτω έχει το σχήμα της μέλισσας· επίσης στην ίδια περιοχή έχουν βρεθεί χρυσά πλακίδια με τη φτερωτή και πάλι θηλυκή μορφή να φέρει αριστερά και δεξιά δύο λιοντάρια. Εικάζεται ότι απεικονίζουν μια μέλισσα-θεότητα και ίσως τη Μέλισσα-Αρτέμιδα.
Ο Ευριπίδης στο έργο του «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» ομιλεί περί «ξουθς μελίσσης ς πυρν βαλ σέθεν» (στ. 635), δηλαδή περί «της βουνίσιας χρυσής μέλισσας το ανθόμελο», σε μτφ. του Γιώργου Ιωάννου.
Από το «Ομηρικό Λεξικό» του Ι. Πανταζίδου αντλούμε την πληροφορία ότι, κατά τον Αθήναιο, ξουθός σημαίνει, ο έχων το χρώμα το μεταξύ ξανθού και πυρρού. Το «Λεξικό Σουΐδα», επικαλούμενο τον Αριστοφάνη (Αν. 750), αναφέρει το συγκεκριμένο χωρίο: «δι' μς γένυος ξουθς μελέων παν νόμους ερος ναφαίνω».
Ο Ιωάννης Σταματάκος στο «Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης» επεξηγώντας το λήμμα ξουθός αναφέρει, ότι χρησιμοποιείται «κατά το πλείστον επί χρώματος κειμένου μεταξύ του ξανθού και του πυρρού». Ανατρέχοντας στο ίδιο Λεξικό στο λήμμα πυρρός, πληροφορούμαστε: «ο έχων το χρώμα πυρός (φλογός), πυροκόκκινος, ερυθρω-πός
γενικώς, πυρρόχρους, υπέρυθρος, ερυθροκίτρινος».
Ειδικά για τη μέλισσα, ο Ν. Γ. Πολίτης μάς πληροφορεί πως σύμφωνα με έναν αρχαίο μύ-θο, είναι «περικαλλής γυνή, ν Ζες μετεμόρφωσεν ες τ μώνυμον ντομον».
Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης μάς δίνει την πληροφορία ότι «Ο πρτοι χριστιανο πίστευαν τι μέλισσα φυγεν π τν Παράδεισον εθς ς εδε τ μάρτημα τν πρωτοπλάστων, δι ν δείξη τν ποστροφήν της. Θεός τν ηλόγησε δι τοτο, κα τ προϊόν τν κόπων της, τ κηρίον, εσήχθη ς παραίτητον ες τν χριστιανικν κκλησίαν».
Ο Σχολιαστής στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, μας πληροφορεί η Μάγδα Χρυσοστομίδου, μας λέει πως «η μέλισσα αποδίδει αλληγορικά την ψυχή, λόγω της αγνότητάς της και, γι' αυτό, οι ποιητές αποκαλούν τις ιέρειες Μέλισσες («βοτ δ λέγει τ ποίμνια, μέλισσα δ λληγορικς ατν τν ψυχήν· καθαρν γρ τ ζον μέλισσα, νθεν τάς ερείας μέλισσαι καλοσιν ο ποιηταί»)». Δηλαδή, «Τα ζώα που βόσκουν τα ονομάζει κοπάδια.
Τη μέλισσα όμως την θεωρεί ότι είναι η ίδια η ψυχή. Γιατί, εξάλλου, η μέλισσα φημίζεται για την αγνότητα και καθαρότητά της, και αυτός είναι ο λόγος που οι ποιητές ονομάζουν τις ιέρειες μέλισσες.»
Η δοξασία της κόκκινης μέλισσας στη ΡόδοΚάνοντας μια μικρή περιδιάβαση στο νησί της Ρόδου και ρωτώντας γυναίκες αλλά και άντρες κυρίως μεσόκοπης και μεγάλης ηλικίας, αυτό που αποκομίζεις είναι πως όντως στη Ρόδο υπάρχει από τα πολύ παλιά η δοξασία του φτερωτού εντόμου, το οποίο παρουσιάζεται τις ώρες του θανάτου των ανθρώπων, δηλαδή λίγο προτού ξεψυχήσουν.
Μπορεί το έντομο να είναι μια μέλισσα, μια πεταλούδα, ένας καντηλοσβήστης, μια χρυσαλλίδα, μια μύγα. Όλα τούτα «ενσαρκώνουν» τον άγγελο που κατεβαίνει να πάρει την ψυχή του ετοιμοθάνατου, να τον βοηθήσει να πεθάνει, να μην τον αφήσει να ταλαιπωρηθεί χρόνο πολύ, ωσότου να βγει η ψυχή του.
«Μαρτυρίες» για κόκκινη μέλισσα, είναι αλήθεια πως δυσκολευτήκαμε να ακούσουμε· ίσως η δοξασία αυτή να χάνεται στα βάθη του χρόνου· άλλωστε δεν γνωρίζουμε από πού άντλησε τη ροδίτικη δοξασία ο Καβάφης. Να είναι βιβλιογραφική η πηγή του; Να το άκουσε σε κάποιο κύκλο με Ροδίτες στην Αλεξάνδρεια; Δεν μας το λέει σε κάποιες σημειώσεις του, συνοδευτικές του συγκεκριμένου κειμένου, αλλά ούτε και μείς μπορέσαμε να ενημερωθούμε από τη βιβλιογραφία που μελετήσαμε.
Σε σχέση με τη μέλισσα, πάντως, αυτό που μπορεί να εικάσει κανείς, είναι πως ίσως η παρουσία της κάνει «γλυκύτερο» τον επερχόμενο θάνατο. Αλλωστε η μέλισσα στην ελληνική μυθολογία, αλλά και στην ίδια τη ζωή των Ελλήνων κατέχει ξεχωριστή θέση. Τόσο οι ιέρειες της θεάς Δήμητρας όσο και της Αρτέμιδας της Εφεσίας φέρουν την ονομασία Μέλισσες. Μέ-λισσα ονομάζονταν και η θεά της γέννησης, η Σελήνη.
Αλλά μέλισσες ονόμαζαν επίσης και «τις ψυχές που κατέρχονταν προς γέννηση και επρόκειτο να ζήσουν με δικαιοσύνη τη ζωή τους και να επιστρέψουν πάλι έχοντας εργαστεί σε όσα είναι αγαπητά στους θεούς», μας πληροφορεί η Κατερίνα Παπαδάκη-Ήριννα. Μας πληροφορεί, επίσης, ότι η μέλισσα είναι ένα έντομο δίκαιο και γαλήνιο, γι' αυτό και στην αρχαιότητα οι σπονδές προς τους θεούς με μέλι εθεωρούντο νηφάλιες.
Συναντήσαμε στο χωριό Γεννάδι της Ρόδου τον Μιχάλη Μηλιό, ο οποίος μας περιέγραψε το θάνατο μιας θείας του: «Στη δεκαετία του ΄50, όταν περιμέναμε τη θεία μου Κατερίνα Γιαχιά να πεθάνει, τριγύριζε στο δωμάτιό της μια μύγα. Κάθε φορά που την έβλεπε, έλεγε: 'ήρτες πάλι Γιωργαλλή μου;', υπονοώντας πως η ψυχή του πεθαμένου της συζύγου Γιωργαλλή μεταμορφώθηκε σε έντομο και ήρθε για να την πάρει μαζί του».
Στο ίδιο χωριό, η Μαρία Σκοντούρογλου-Αθανασιάδη μάς αφηγήθηκε πως, λίγο πριν πε-θάνει ο προπάππους της Εμμανουήλ Λουκάς, το 1947 ή 1948, η γιαγιά της Αναστασία τής έλεγε ότι μπήκε στο δωμάτιο ένας καντηλοσβήστης, κόκκινος με μαύρα φτερά. Ήταν, λέει, η ψυχή του προπάππου που ήρθε να αποχαιρετήσει τους ζωντανούς.
Πάλι στο ίδιο χωριό, η Δέσποινα Σαχλού-Χατζηγεωργίου μάς πληροφόρησε πως θυμάται από τα παιδικά της χρόνια να μιλούν για μια μέλισσα που περιτριγυρίζει τους μελλοθάνα-τους, πριν βγει η ψυχή τους.
Μια άλλη αξιοπρόσεκτη μαρτυρία στο χωριό της Ρόδου Προφύλια είναι εκείνη της Τσαμπίκας Ψαγρέλη, με καταγωγή από τη διπλανή Ίστριο, η οποία μας διηγήθηκε:
«Θυμούμαι τις μεγαλύτερες γυναίκες εδώ στην Προφύλια, αλλά και τις μανάδες μας, που μας έλεγαν πως, όταν περίμεναν κάποιον ή κάποια να πεθάνει, λίγο πριν ξεψυχήσει, έμπαινε στο σπίτι ένα έντομο, μια μέλισσα και τριγύριζε στο δωμάτιο του ετοιμοθάνατου ή της ετοιμοθάνατης. Όταν μάλιστα δεν έβγαινε ή ψυχή τους, τότε έβαζαν δίπλα τους έναν ζύο και τον άφηναν εκεί ωσότου ξεψυχήσουν».
Η εξήγηση στο τελευταίο με το ζύο είναι ότι ο ζυγός ετοποθετείτο για να πάψει ο ετοιμοθάνατος να βρίσκεται υπό το ζυγό της ψυχής του, που δεν βγαίνει, και άρα να απελευθερωθεί το συντομότερο δυνατό, ώστε να μην υποφέρει. Όσο για τη μέλισσα, είναι γιατί, όπως είπαμε, ο θάνατος γίνονταν γλυκύτερος.
Η Τσαμπίκα Ψαγρέλη μάς πληροφόρησε επίσης ότι υπάρχει στα χωριά τους, εκεί γύρω, μια αγριομέλισσα που εμφανίζεται την εποχή της άνοιξης και ιδιαίτερα τον Απρίλη, η οποία μπαινοβγαίνει από τα σπίτια τους και την ονομάζουν «Λαμπριάτη».
Ανατρέχοντας στα διά-φορα λεξικά καθώς και διαδικτυακές ιστοσελίδες, βρήκαμε ένα λήμμα για την αγριομέλισσα αρκετά ενδιαφέρον για την έρευνά μας -λόγω χρώματος του εντόμου- (χωρίς όμως να μπορούμε νε ελέγξουμε την αξιοπιστία της ιστοσελίδας από την οποία αντλήσαμε τα στοιχεία):
«Αγριομέλισσα: μέλος της οικογένειας των σφηκίδων που φτάνει τα 32 μμ. Έχει κοντόχοντρο σώμα χρώματος καφε-κόκκινου με κίτρινες ρίγες στην κοιλιά»
Στο χωριό της Ρόδου Μαντρικό συναντήσαμε μια δοξασία εντυπωσιακή. Η Αναστασία Καρναβά και η Μαρία Ποτσάκη μάς μετάφεραν μέσω του Δημήτρη Σταυρουλάκη την πληροφορία ότι στα παλιά χρόνια, όταν πέθαινε κάποιος/α στο χωριό τους, η νοικοκυρά του σπιτιού άφηνε το φεγγίτη ανοιχτό, για να μπαινοβγαίνει ελεύθερα ένα έντομο, ο αζωνιός, ώσπου να σαραντίσει ο/η νεκρός/ή.
Ο αζωνιός έχει χρώμα μαύρο με κίτρινες ρίγες, μικρά πόδια και είναι σχετικά μικρόσωμος, ο οποίος μοιάζει με τον αγριάουρα. Συγχρόνως, όταν πια ξεψυχούσε ο/η ετοιμοθάνατος/η, μετρούσαν το μπόι του νεκρού (του έπαιρναν άξαμο) με ένα σπάγκο και τον κρεμούσαν μπροστά στον ανοιχτό φεγγίτη για σαράντα μέρες, για να μην μπορεί η ψυχή να επιστρέψει.
Ύστερα από τις σαράντα μέρες έκαιγαν το σπάγκο (το άξαμο του νεκρού).Στο διπλανό χωριό, την Κρητηνία, η Κατερίνα Μαυρουδάκη μάς μίλησε για τον καντηλοσβήστη, ο οποίος διακρίνεται σε τρεις διαφορετικές, ας τις πούμε, παραλλαγές· ο πιο μικρός λέγεται ψωριάρης, λόγω του μεγέθους και των μικρών φτερών του, ο πιο μεγάλος καντηλοσβήστης και ο μεσαίος, ο πιο ανοιχτόχρωμος, που φέρνει τις καλές ειδήσεις, τα συγχαρίκια για ένα ευχάριστο γεγονός που θα μας συμβεί και αποκαλείται συχχαριαστής.
Ο Νίκος Μελισσουργός, ιδιοκτήτης της εταιρείας παραγωγής και τυποποίησης προϊόντων μέλισσας στο νησί της Ρόδου «Μελισσοκομική Δωδεκανήσου», μας απάντησε σε σχετική ερώ-τηση, ότι κόκκινη μέλισσα στο νησί της Ρόδου δεν υπάρχει και δεν συνάντησε ποτέ του, όσα χρόνια ασχολείται με τις μέλισσες, παρά μόνο η σκουρόχρωμη, όπως τη γνωρίζουμε όλοι.
Το κόκκινο χρώμα υπάρχει μόνο στο σφηκόνι, το οποίο, μάλιστα, χτίζει με λάσπη τη φωλιά του μέσα στα σπίτια των χωριών και οι κάτοικοι ορισμένων χωριών της Ρόδου το ονομάζουν αγραχτά ή αβραχτά.
Στο χωριό Μαριτσά, όπως μας αφηγήθηκαν οι Αναστασία Κανδίνου, Αικατερίνη Κρομύδα και Σοφία Φανιού μέσω της Ελένης Πίσκαπα, υπάρχει ένα αδύνατο σφηκαόνι, που μάλιστα του δίνουν το επίθετο καλόβολο, κοκκινωπού χρώματος και με κεφάλι γκριζόμαυρο και το φωνάζουν αγραχτά (ορισμένοι και αγραντά, το οποίο μπαινοβγαίνει από τα σπίτια, το έχουν σε καλό και δεν τσιμπά σαν τα άλλα σφηκαόνια).
Ό,τι όμως δεν ακούσαμε στα χωριά της Ρόδου μάς το διηγήθηκαν στην πόλη της Ρόδου. Από συγκεκριμένη μαρτυρία Ροδίτισσας, προκύπτει ότι στη συνοικία της Μητρόπολης, ένα από τα πιο παλιά μαράσια της πόλης, υπήρχε η δοξασία της μαγεμένης κόκκινης μέλισσας, όπως την περιγράφει ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Η Μαρία Βλαστού-Παπαδημητρίου μάς αφηγήθηκε: «Ήμασταν αχώριστες συμμαθήτριες και φιλενάδες καλές με την Τσαμπίκα Σ. Και οι δυο μέναμε στην παλιά ροδίτικη συνοικία της Μητρόπολης, ένα από τα πιο όμορφα μαράσια της Ρόδου.
Αν θυμάμαι καλά, το 1959 ή το 1960, η μητέρα της Τσαμπίκας, Αναστασία, είχε αρρωστήσει και ήταν πολύ σοβαρά, στα τελευταία της. Ένα μεσημέρι, μόλις είχαμε σχολάσει ήμασταν τότε στο δημοτικό σχολείο- και βρεθήκαμε στο σπίτι τους. Είχαν φωνάξει τον παπά Δημήτρη τον Μαστρογιάννη τον Νισύριο από την εκκλησία της Μητρόπολης (Εισόδια της Θεο-τόκου) για να διαβάσει την ευχή στην ετοιμοθάνατη και να την μεταλάβει.
Θυμάμαι πως μας έβγαλαν όλες έξω από το δωμάτιο της άρρωστης γυναίκας, γιατί ο παπάς θα διάβαζε την ευχή κι όπως μας είπαν οι μεγαλύτερες γυναίκες, δεν έπρεπε να ακούσουμε το περιεχόμενό της εμείς τα μικρά τα παιδιά.-Περάστε έξω, μας είπαν, ήρθε ο παπάς για την ευχή. Αλλωστε και η κόκκινη μέλισσα ήρθε, εδώ τριγυρίζει
»
Αυτό που δεν πρέπει να παραλείψουμε, είναι πως η μέλισσα θεωρείται, όχι μόνο στη Ρόδο, αλλά και σε όλη την Ελλάδα, ως ένα ον που δίνει τόσο το μέλι στον άνθρωπο, το οποίο λογίζεται ως θεϊκό προϊόν, όσο και το κερί που εκκρίνουν για να φτιάχνουν τις κηρύθρες τους και τα κεριά που ανάβουνε οι πιστοί στις εκκλησίες προς τιμή των αγίων.
Βρήκαμε ένα σχετικό με τη μέλισσα παραμύθι από το χωριό Αφάντου της Ρόδου, το οποίο μας δίνει ο Τσαμπίκος Σηφόπουλος στην τοπική διάλεκτο του χωριού του. Αυτό που συμπε-ραίνει κανείς, είναι πως η μέλισσα στο νησί της Ρόδου έχει ξεχωριστή θέση στη ζωή των αν-θρώπων της, τόσο σε σχέση με την ίδια την επιβίωση, όσο και σε σχέση με το θρησκευτικό πιστεύω και τις διάφορες δοξασίες.
Ή μέλισσα « μέλισσα, ζίζικας τσ΄ μέρμηγκας ταν έρκια. Μιάν μέρα, μέλισσα πε νά δε τή μάναν της, τσ' ηρεν τη τζαί πέθαινε. Τσ' πεψέν τη νά φωνάξει τ ζίζικα γιά νά τν εκηθε. μέλισσα πε νά τν φωνάξει τσαί τσενος επεν τη: 'Φύε, τσ' ν ρκουμαι. Τώρα εναιν καλουτσαίρι τσαί θέλω νά τραουδήσω'. Πάει μέλισσα τσαί λέει τα στή μάνα. Τσαί τσείνη καταράστην το: 'Μήτε νά τρώει, μήτε νά πίννει, μόνο νά τραουδ, τσ' στερα νά σκ'. στερα πεψέν τη νά φωνάξει τν μέρμηγκα. Πάει τ λοιπ στό μέρμηγκα τζαί λέει το: 'Νά 'τεις νά σ' εκηθε μάνα, γιατ πεθαίνει». Τσ' τσενος επεν τη: 'πάενε, τσ' ν ρκουμαι.
Τώρα λωνεύγκιουν ο θρποι τσαί θέλω νά μπάσω σιτάρι, νά γιμώσω τίς ρεκλές μου, γιά νά 'χω νά τρώω στερα'. Πάει τ λοιπν μέλισσα τσαί λέει τα τή μάναν της τσαί τσείνη καταρίστην το:'Μήτε νά τρώει, μήτε νά πίννει, μόνο νά μπάζει τσ' στερα νά τ βγκιάλλει ξω, νά τ πετ'. στερα εκήστην τή μέλισσα:
'Νά 'σεις τν εκή μου, π τ εκοσί μου νύσα τσαί 'πο τ θθη τ δεντρ νά παίρνεις τ γλύκος ολλον 'πού μέσα, τσαί τ ψιλό σου τ νερ νά γίνεται μέλιν, τζαί τ χοντρό σου νά γίνεται τσέρισσα, γιά νά τ κάμνουν τζερ νά τ' φτου στούς γιους'.»
Ένα παρόμοιο παραμύθι για τη μέλισσα από τη Γορτυνία βρίσκουμε στις «Παραδόσεις» του Νικολάου Πολίτη, στο οποίο, όπως και στο παραμύθι του Αφάντου, διαπιστώνει κανείς την οπτική γωνία με την οποία βλέπει ο ίδιος ο άνθρωπος το ρόλο της μέλισσας στην πιο δύ-σκολη στιγμή της ζωής του, την ώρα που ψυχορραγεί και προσπαθεί να γλυκάνει τον πόνο του θανάτου. Μόνο ένα έντομο, το οποίο μπορεί και πετά και βγάζει γλύκα από τα σπλάχνα του, μπορεί να ανυψώσει ψηλά στους ουρανούς τη ψυχή του και να κάνει πιο γλυκιά την αναχώρησή του από τα εγκόσμια.
«Ή μέλισσα και ή σφήκα»« μελίσσα κα σφήκα σαν δερφάδες γκαρδιακας κα μοιαις 'ς τ πάντα. ταν ρρώστησε κάποτ' μάννα τους βαριά, τος προσκάλεσε νά πνε νά τν δονε, κα νά τς πνε κα τίποτα στυλωτικό. δόλια μελίσσα τρεξε ντούρμα μ προθυμία κ' πγε κα τν περιποιήθη μ τ παραπάνω κα τν εχαρίστησε. σφκα μως ηρε χίλιαις πρόφασαις κα ατίαις, τάχα πώς δέν μπόρειγε κα κείνη, δέν δειαζε, κι λλα χίλια δύο ψέματα, κα οτε πγε διόλου, οτε γιά τ μάτια το κόσμου, πο λένε, νά δ τν κατακαϋμένη μάννα, π' δερνότανε μ τ Χάρο.
Κράζει πάλε τή μελίσσα μάννα της, σν κόντευε νά πεθάνη, κα τν εχήθηκε μ ολη της τν καρδιά, νά ναι γλυκειασμένη 'ς ολη της τή ζωή. Κα γι' ατ μελίσσα μαζώνει κα φτειάνει τ μέλι, κα θρέφεται μέ τοτο. Κα τή σφκα τν καταράθηκε ξεσκούφωτη· νά ναι πάντοτε πικραμένη πεινασμένη κι γλύκειαστη, κα χαΐρι κα προκοπ νά μν δ ποτ της. Κα γιά τοτο ο σφκες οτε μέλι κάνουν σν τος μελίσσαις, οτε στασι πουθεν χουν».
Ο Γεώργιος Βιζυηνός και οι «Μεταμορφώσεις» Τέλος, αυτήν ακριβώς την πίστη των ανθρώπων του λαού μας για τις ιδιότητες της μέλισσας, η οποία μπορεί να λειτουργεί «αντ' αυτών», να αναλαμβάνει δηλαδή ρόλους ανθρώπινους, ρόλους ενός καλού Σαμαρείτη, να «διευκολύνει» τους ετοιμοθάνατους στο ταξίδι τους για τον άλλο κόσμο, να έχει την ευχή των αθάνατων θεών και των θνητών ανθρώπων, την συναντούμε στην ποίηση του Γεωργίου Βιζυηνού.
Συγκεκριμένα από τη συλλογή του «Ατθίδες αύραι» (1884), ξεχωρίζουμε το ποίημα με τον τίτλο «Μεταμορφώσεις», στο οποίο ο ρεαλιστής και συνάμα νοσταλγικός, ο ιδιόμορφος θεμελιωτής του ελληνικού ηθογραφήματος Γεώργιος Βιζυηνός, μας περιγράφει, μέσα από τις εξαιρετικές τετράστιχες στροφές του με μονούς στίχους, δεκαπεντασύλλαβους του δημοτικού μας τραγουδιού, τις ευχές της ετοιμοθάνατης μάνας προς την κόρη της, υπόδειγμα πραγματικής θυγατέρας, που μεταμορφώνεται σε μέλισσα, η πιο ευλογημένη απ' όλα τα πλάσματα του κόσμου, όταν η μάνα αποκοιμιέται.
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣΜία μάνα εχε τέσσαρα παιδάκια καμωμένα,τέσσαρα παιδιά.Τ" νάγυιωσε, τ" νάθρεψε, τ προίκισ" να ναμ' εθυμη καρδιά.
Κ" ερήκε κα τ πάνδρεψε σ' νθρώπους μ κεφάλιμ νοικοκυριό.Κ" κενα σπιτωθήκανε κ" γείνανε μεγάλοιμέσα στ χωρι.
Μ τς γρης τς μάνας των τς δωκεν Μοίρασχημην εχή.Κι πέθανε γέρος της! Κι πέμειν" ατ χήρα,χήρα κα φτωχή.
Κι ατ σν ν μν φθανε, ρρώστησε μιά μέρα,μία κακ βραδιά!Φωνάζει ξένον νθρωπο, μην μ' ατόνε πέρανρθουν τ παιδιά.
-Πνε κα πς το γυιόκα μου νρθ ν μ κυττάξκα δν εμπορ! -Πγε κα λθε κα λαλε. Τ" μπέλι του θ φράξ!Δν χει καιρό!
-Ο βάτοι ν φυτρώσουνε στ σμα τ', επ' κείνηγι παντοτεινά! -Κα π ττ' κακογυις σκαντσόχοιρος γείνη,φεύγει στ βουνά!
Πνε κα πς τς κόρης μου νρθ ν μ κυττάξ,κα δν εμπορ! -Πγε κα λθε κα λαλε. φαίνει τ μετάξι!Δν χει καιρό!
-Ν φαίν κα ν διάζεται, κα νναι, επ' κείνη,μ χωρς πανί! -Κα π τότ" πονη ράχνη χει γίνει,ματαιοπονε!
-Πνε στν λλη κόρη μου, νρθ ν μ κυττάξ,κα δν εμπορ! -Πγε κα λθε κα λαλε. Θ πλύν κα θ' λλάξ!Δν χει καιρό!
- σκάφη π στν ράχι της ν γύρ, επ' κείνη,πλυτ' λλαγή.Κα π τότ" πονη χελώνα χει γίνει,σέρνεται στ γ!
-Πνε στν τρίτη κόρη μου νρθ ν μ κυττάξ,κα δν εμπορ! -Πρν πιστρέψ κα τς π, κόρ" εχε προφθάξει.Εχ" ατή καιρό;
-Γιατί στ χέρια, κόρη μου, στ δάχτυλα ζυμάρικι λευρα δ;ζύμωνα, μανούλα μου, μ εδησ" χω πάρεικ" ρθα ν σ δ.
νθόσκονη τ" λερι σου, κ" σκάφη σου κυψέλη!Ηρες τν καιρό!Στν βίο σου, ν γίνεται ,τι κι ν πιάνς μέλι,μέλι γλυκερό!
Λαλε, κα μ χαμόγελο ποκοιμιέτ" κείνηγι παντοτινά.Κα π τότε, μέλισσα κόρη της γίνηκα καλοπερν.
Γυρν σ' λα τ λούλουδα, ες λα τ" νθη 'μβαίνει,μ" εθυμη ψυχή.Κι π" λα "ναι τ πλάσματα πι ελογημένη,δι τν εχή.
«τθίδες αραι» 1884Γεώργιος Βιζυηνός
Απόσπασμα από το βιβλίο του Κ. Ε. Σκανδαλίδη «Κωνσταντίνος Π. Καβάφης και Δωδεκανήσιοι στην Αίγυπτο των Ελλήνων», εκδ. Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου, Ρόδος, 2013, σσ., 278-293 (με την ευγενική χορηγία της Περιφέρειας Νότιου Αιγαίου)
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟ ΕΝΑΤΙ ΚΥΜΑ